- γομφωτική
- γομφωτικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γομφωτικός — γομφωτικός, ή, όν (Α) 1. ο σχετικός με τη στερέωση με καρφιά ή πασσάλους 2. το θηλ. ως ουσ. η γομφωτική η ξυλουργία … Dictionary of Greek